- απλήρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) неоплаченный, непогашенный; 2) не получивший платы, зарплаты (о человеке); неоплаченный (о труде); 3) вакантный, незанятый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλήρωτος — απλήρωτος, η, ο και απλέρωτος, η, ο επίρρ. α 1. ανεξόφλητος: Είχε ένα λογαριασμό απλήρωτο. 2. αυτός που δε συμπληρώθηκε: Η θέση του καθηγητή των αγγλικών στη σχολή μας είναι ακόμη απλήρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπλήρωτος — insatiable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ἀπληρώτως — ἀπλήρωτος insatiable adverbial ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήρωτον — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc sg ἀπλήρωτος insatiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτοιο — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτοις — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτοισιν — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτου — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτους — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληρώτῳ — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)